ΠΑΡΙΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

 

Πάρις Πετρίδης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2006
 

Η εμφάνιση της Νέας Ελληνικής Φωτογραφίας στα μέσα της δεκαετίας 1970 σήμανε και την αρχή του τέλους της κλασσικής ελληνικής φωτογραφικής τοπιογραφίας. Αν και έχει παρουσιάσει εξαίρετα δείγματα φωτογραφικής γραφής από τον Κώστα Μπαλάφα, τον Τάκη Τλούπα και άλλους, η παραδοσιακή αυτή αντιμετώπιση του τοπίου, πικτοριαλιστικής ουσιαστικά εμπνεύσεως, ήταν πια εξαντλημένη μετά από κυριαρχία μισού και περισσότερο αιώνα. Δεν είναι λοιπόν παράξενο το γεγονός ότι από αντίδραση στην ευρύτατη διάδοση του μοντέλου αυτού, οι πρωτεργάτες της Νέας Ελληνικής Φωτογραφίας αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή τοπιογραφία, στρέφοντας την προσοχή τους κυρίως στο κοινωνικό και το αστικό τοπίο. Το επιβεβαιώνει εξάλλου μια αναδρομική ματιά στις 300 σελίδες της μονογραφίας Εικόνα και Είδωλο, όπου η μόνη που ασχολείται συστηματικά με το φυσικό τοπίο (με τον δικό της βέβαια τρόπο) φαίνεται να είναι η Εριέτα Αττάλη.
Πιο πρόσφατα αρκετοί ταλαντούχοι Έλληνες φωτογράφοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο συστηματικά, έχουν στραφεί ξανά προς το τοπίο, αντλώντας έμπνευση άμεσα από τη Γερμανική σχολή του Düsseldorf και έμμεσα από την Αμερικανική “Νέα Τοπιογραφία” (New Topographics). Τα κύρια χαρακτηριστικά της Νέας Τοπιογραφίας είναι αφενός «η αποστασιοποίηση, η ειρωνεία και η υπαινικτικότητα», όπως σημειώνει ο Mark Haworth-Booth, και αφετέρου η ηθελημένη αποφυγή του μεγαλόσχημου και η εστίαση σε καθημερινές, ενίοτε και ευτελείς όψεις και λεπτομέρειες του περιβάλλοντος χώρου. Τα στοιχεία αυτά πρωτοεμφανίζονται στην ελληνική φωτογραφία τοπίου στο έργο του Θεόφιλου Στουπιάδη και του Κώστα Κολοκυθά, για να εδραιθούν πλέον στις πρόσφατες εργασίες του Νίκου Μάρκου, του Γιώργη Γερόλυμπου και άλλων. Στο ενδιάμεσο όμως διάστημα, ο βασικός πουριτανισμός της Νέας Τοπιογραφίας υπέστη την επίδραση της σχολής του Düsseldorf, για να μετατραπεί σιγά-σιγά σε μια πονηρή αναζήτηση του υπερβατικού μέσα στην ίδια την καθημερινότητα, όπως στις παρυφές των αυτoκινητοδρόμων που φωτογράφισε ο Andreas Gursky to 1988-90.
Στον ίδιο χώρο εμπίπτει και η πρόσφατη δημοσίευση του Πάρι Πετρίδη Σημειώσεις στην άκρη του δρόμου, ενότητα 25 έγχρωμων φωτογραφιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι Σημειώσεις αποτελούν οργανική εξέληξη του πρώτου λευκώματος του Πετρίδη, Καθ’ οδόν (1998) και δη του εξωφύλλου της πρώτης έκδοσης, μια φλου και θαμπή εικόνα τραβηγμένη μέσα από το παρμπρίζ αυτοκινήτου στην οποία διακρίνονται μονάχα ο δρόμος, ο ορίζοντας και τα φώτα επερχόμενου οχήματος. Και τα δύο λευκώματα έχουν θέμα το ταξίδι και την περιπλάνηση, με έντονη την αίσθηση του road movie· στο Καθ’ οδόν όμως ο Πετρίδης δανείζεται το σχήμα αυτό για να προχωρήσει σε μια σκιαγράφηση του κοινωνικού κυρίως τοπίου των Ελληνικών χερσαίων συνόρων (η σπουδή πάνω στον φωτογραφικά παραγνωρισμένο Ελληνικό βορρά αποτελεί ένα ακόμα κοινό στοιχείο με τις Εικόνες πεδινής χώρας του Στουπιάδη), ενώ στις Σημειώσεις έχει πια στραφεί ολόψυχα προς την τοπιογραφία.
Στις εικόνες αυτές, μικρές συνήθως λεπτομέρειες έρχονται να αναιρέσουν τη μονοτονία του επαρχιακού οδικού δικτύου: τα διάσπαρτα πορτοκάλια που φέγγουν σαν μικρές εστίες στην άκρη της ασφάλτου στην Ήπειρο, ο κατάλευκος σωρός άμμου δίπλα στο Μακεδονικό χωματόδρομο, το μυστηριώδες αντικείμενο (αποξηραμένο χταπόδι; χαρταετός;) που αιωρείται, κρεμασμένο από παλάγκο, δέκα καί μέτρα πάνω από τον Θρακιώτικο δρόμο, η σιγανή, έρπουσα φωτιά που απανθρακώνει τα ξερά χόρτα, οι ηλεκτρικοί γλόμποι πίσω από το άδειο διαφημιστικό πλαίσιο, αλλά και κάποιες αυτοσχέδιες απόπειρες καλλωπισμού του μεταίχμιου ανάμεσα στον δρόμο και το τοπίο που καταλήγουν πιο θλιβερές και από τα μπάζα ή σκουπίδια που συνήθως καταλαμβάνουν τον χώρο αυτό.
Μια προσεχτικότερη ανάγνωση φανερώνει πως την ενότητα συνθέτουν δύο αρκετά διαφορετικές φωτογραφικές προσεγγίσεις. Η πρώτη εστιάζει στο τοπίο εκατέρωθεν του δρόμου, ενός δρόμου την ύπαρξη του οποίου μερικές φορές μόνο θεωρητικά μαντεύουμε, ή αντιθέτως αντιμετωπίζει τον δρόμο σαν ένα ακόμα στοιχείο μέσα στο εικονιζόμενο τοπίο: το αποτέλεσμα εδώ είναι στατικό, τετελεσμένο. Στη δεύτερη, ο φακός ακολουθεί οπτικά τη ροή του δρόμου, παρασύροντας τον θεατή σε διαδρομή κατά μήκος του - προς το κατεστραμμένο φορτηγό στην Πελοπόννησο, η τη χελώνα που τόσο επισφαλώς διασχίζει τον δρόμο κάτω από έναν τεράστιο αγωγό στη Μακεδονία.
Στην πρώτη περίπτωση, οι φωτογραφίες βασίζονται κατά κύριο λόγο στον λυρισμό ή τον υπερρεαλισμό του αναπάντεχου ερύματος, είτε αυτό είναι δυο παγκάκια φυτεμένα το ένα απέναντι στο άλλο στη μέση του πουθενά, είτε είναι ένα δυσδιάστατο ομοίωμα του Χριστού που ξεπροβάλει ανάμεσα στα δένδρα κάποιας χιονισμένης πλαγιάς – με άλλα λόγια, στον εντοπισμό κάποιου ανοίκειου στοιχείου. Οι εικόνες της δεύτερης ομάδας, αναπόφευκτα πιο δυναμικές, είναι πιστεύω και πιό ικανοποιητικές, αφού χαράζουν τη διαδρομή ενός νοητού ταξιδιού – έστω αν αυτό φαίνεται να τελειώνει ξαφνικά στην αποβάθρα κάποιου λιμανιού των Σποράδων, ή να χάνεται μέσα στους καπνούς που σκεπάζουν έναν Θεσσαλικό αυτοκινητόδρομο.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι Σημειώσεις στην άκρη του δρόμου αποτελούν ενδιαφέρουσα πρώτη γεύση ενός εγχειρήματος που θα μπορούσε να εξελιχθεί διαχρονικά αλλά και σε συνολικό αριθμό λήψεων. Είναι κρίμα που η ποιότητα των αναπαραγωγών του βιβλίου δεν είναι αντίστοιχα ικανοποιητική. Ίσως ευθύνεται το χαρτί· τα αποτελέσματα πάντως είναι μπουκωμένα, προπάντων στις σκιές, και τα χρώματα κάπως μουντά, τη στιγμή που φωτογραφίες αυτού του είδους απαιτούν ιδιαίτερη διαύγεια και φωτεινότητα.


Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 159 (Μάρτιος 2005)

No comments:

Post a Comment