ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

 
ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004. Σελ. 211.
ISBN 960-325-547-5 
 
Στη γλώσσα μας, η λέξη «ημερολόγιο»  είναι αναγκασμένη να καλύψει δύο έννοιες συναφείς αλλά όχι ταυτόσημες: αφενός αναφέρεται στον χρηστικό ημεροδείκτη, το ξενόφερτο «καλαντάρι» (calendar), και αφετέρου στην καταγραφή σε πρώτο πρόσωπο, συχνά μέρα με τη μέρα, καθημερινών γεγονότων και σκέψεων. Το λογοτεχνικό αυτό είδος, αν και διαδεδομένο στην Ευρώπη και την Αμερική (χαρακτηριστικά παραδείγματα μας κληροδότησαν ο Λόρδος Βύρων, ο Γκαίτε και ο Andy Warhol), σπανίζει στην Ελλάδα, ίσως γιατί προϋποθέτει μεγαλύτερη ροπή προς την αυτεπίγνωση απ’ όση συνήθως διαθέτουμε, με αποτέλεσμα οι Μέρες του Γιώργου Σεφέρη να παραμένουν ένα από τα λίγα αξιόλογα δείγματα στα καθ’ ημάς.
Οι ημερολογιακές καταχωρήσεις δεν στέκουν πάντοτε στο ύψος των γεγονότων· την 14η Ιουλίου 1789, ημέρα της κατάληψης της Βαστίλλης, ο Λουδοβίκος ο 16ος σημείωνε μονολεκτικά στο ημερολόγιό του «Τίποτα». Εξιστορώντας τα καθημερινά συμβάντα, κοσμοϊστορικά ή ταπεινά, που συνθέτουν τη ζωή του καθενός, οι επιμέρους καταχωρήσεις των ημερολογίων τριχοτομούν τον χρόνο· ιδωμένα όμως σφαιρικά, τα ημερολόγια ξαναβρίσκουν την ενότητά τους, αποκαθιστώντας τον χρόνο και μεταφέροντας την ολοκληρωμένη εικόνα μιας εποχής, μιας κοινωνίας ή μιας ζωής. Υπό την έννοια αυτή, τα ημερολόγια μας ανοίγουν το δρόμο προς τη γνωριμία με ξένους ή χαμένους κόσμους.
Το βιβλίο του Στράτου Καλαφάτη Ημερολόγιο αποτελείται όχι από κείμενα αλλά από φωτογραφίες που τραβήχθηκαν ανάμεσα στο 1998 και το 2002 - «έγχρωμες εικόνες που έγιναν στο νησί της Σκοπέλου», όπως σημειώνει ο φωτογράφος στο σύντομο εισαγωγικό κείμενο. Παιδιά, άνθη, κατοικίδια ζώα (συνήθως σκύλοι ή κουτάβια, αλλά και κοτόπουλα, πάπιες και χάμστερ), δέντρα, θάλασσα, λεπτομέρειες του περιβάλλοντος χώρου, οικία αντικείμενα, ξανά άνθη και πάμπολλα πορτρέτα, τα περισσότερα, όπως φαίνεται, βγαλμένα από τον άμεσο συγγενικό και φιλικό κύκλο του φωτογράφου. Από τη μία μεριά, στιγμιότυπα ακραιφνώς φωτογραφικά που πηγάζουν από σαφώς επιτηδευμένη φωτογραφική παιδεία και ματιά (το μαύρο φόρεμα που αιωρείται σαν φάντασμα πάνω στον άσπρο τοίχο, το σχεδόν ραδιενεργό φως που εκπέμπει η φωτισμένη νυχτερινή πισίνα, οι λήψεις στο δάσος με τεχνητό φωτισμό), και από την άλλη, τα φαινομενικά άδολα και οπωσδήποτε άμεσα πορτρέτα.
Εκ πρώτης όψεως, οι περίπου 140 ολοσέλιδες φωτογραφίες του λευκώματος καθόλου δεν θυμίζουν συμβατικό ημερολόγιο· πουθενά δεν αναφέρεται ημερομηνία λήψεως, ενώ γρήγορα γίνεται προφανές πως η σελιδοποίηση μάλλον αποκλείεται να ακολουθεί χρονολογική σειρά. Η λογική που εφαρμόζεται θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περιστασιακά θεματική, με ορισμένες κατηγορίες απεικονίσεων - θαλασσινά τοπία, κήποι, γυμνά, κολυμβητές - να ξεχωρίζουν ξαφνικά και για λίγες σελίδες μέσα από την κατά τα άλλα άτακτη αλληλουχία εικόνων. Εντούτοις, οι εικόνες αυτές τελικά συνθέτουν όλες μαζί το χρονικό της ανακάλυψης από μια αστική οικογένεια ενός περιβάλλοντος καινούργιου, συχνά μαγευτικού αλλά προπάντων άλλου. «Επικρατούσε η λαχτάρα για μιά νέα πραγματικότητα», γράφει ο Καλαφάτης, «επιβάλλοντας διαφορετική οπτική στα ίδια πράγματα που μας βαραίνουν». Περισσότερο όμως και από την εξερεύνηση του νέου περιβάλλοντος, ανθρώπινου και φυσικού, το Ημερολόγιο εμβαθύνει συστηματικά τις πραγματικές του ρίζες, την οικογενειακή δηλαδή εστία και τις κοινωνικές και συναισθηματικές δομές που αναπτύσσονται γύρω και μέσα από αυτήν.
Σύμφωνα με τον Christian Caujolle στο συνοδευτικό δοκίμιο του βιβλίου, κεντρικό μέλημα του Καλαφάτη υπήρξε «ο προβληματισμός των αποχρώσεων», ενώ εικάζει πως ο φωτογράφος οργάνωσε «τις εικόνες του αυτές με μιά λογική που απορρέει όχι από την περιγραφική διήγηση ή την εξιστόρηση γεγονότων  αλλά από τη χρωματική ανάπτυξη». Χωρίς καθόλου να υποτιμώ τον ρόλο που παίζει η χρωματική αναζήτηση στο έργο αυτό, θεωρώ την ερμηνεία του Caujolle υπερβολικά φορμαλιστική και περιοριστική. Αντιθέτως, βρίσκω πως το Ημερολόγιο μας οδηγεί προς μια ανάγνωση ουσιαστικά αφηγηματική (εννοείται πως η χρήση του όρου αφήγηση δεν συνεπάγεται την ύπαρξη συμβατικής πλοκής), με κύριο άξονα την αναζήτηση του χαμένου χρόνου.
Κλασσικό ερώτημα στον χώρο της φωτογραφίας είναι το κατά πόσον ένα συγκεκριμένο φωτογραφικό έργο μπορεί να θεωρηθεί τελεσίδικο, από τη στιγμή που αποτελεί απλώς μία μεταξύ πολλών ερμηνειών κάποιου αρνητικού ή ψηφιακού αρχείου. Φυσικά, τον τελευταίο λόγο έχει πάντα ο δημιουργός, τείνω όμως να πιστεύω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μία και μόνον εκδοχή (που κάλλιστα μπορεί να μην υλοποιηθεί ίσως ποτέ) αποτελεί, αν όχι την πιο ορθή, τουλάχιστον την πιο ικανοποιητική ερμηνεία. Προτού πάρουν τη μορφή βιβλίου, οι φωτογραφίες του Ημερολογίου γνώρισαν άλλες δύο ενσαρκώσεις: παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά ως ατομική έκθεση κατά τη διάρκεια της Φωτογραφικής Συγκυρίας 2004, ενώ ορισμένες, με τη μορφή γιγαντοφωτογραφιών, κόσμησαν (κάπως αλλοπρόσαλλα, είναι αλήθεια) το Πολεμικό Μουσείο στα πλαίσια της παραγωγής «Άδραξε το Φως» του Αθήνα 2004.  Από τις τρεις εκδοχές, αναμφισβήτητα η πιο πετυχημένη είναι εκείνη που μας παρουσιάζει σήμερα η Άγρα.
Αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχία του βιβλίου παίζει ο σχεδιασμός του Δημήτρη Παπάζογλου:  οι μικρές σχετικά διαστάσεις (16.5 Χ 16.5 εκ.), το τετράγωνο σχήμα, η ολοσέλιδη προβολή των εικόνων, η ευρηματική αλλά λιτή στοιχειοθέτηση των κειμένων, όλα συμβάλουν στη δημιουργία ενός φωτογραφικού βιβλίου με την πλήρη έννοια του όρου (σε αντιδιαστολή με τη συνήθη εκδοτική παραγωγή, που προτείνει απλώς ένα βιβλίο με φωτογραφίες). Το σχήμα και οι διαστάσεις αναπέμπουν με ακρίβεια στον προσωπικό χώρο απ’ όπου βγήκαν οι εικόνες, ενώ η σχετική σχεδιαστική ταπεινοφροσύνη και απουσία ρητορικού στόμφου του τόμου καθιστούν την ανάγνωση ιδιαιτέρως ελκυστική. Μοναδική αδυναμία είναι ίσως τα υπερβολικά πολλά πορτρέτα λουομένων της τελικής ενότητας, μερικά από τα οποία θυμίζουν αναπόφευκτα τη δουλειά της Rineke Dijkstra, ενώ συγχρόνως δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για σπαράγματα άλλης ενότητας που παρεισφρήσαν. Κατά τα άλλα, το Ημερολόγιο του Στράτου Καλαφάτη είναι ολοκληρωμένο έργο για το οποίο όλοι οι συμβάλλοντες, και πρωτίστως ο φωτογράφος, μπορούν να είναι υπερήφανοι.

Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 134 (Φεβρουάριος 2005)
 

No comments:

Post a Comment