ANONYMOUS

 

Anonymous: Enigmatic Images from Unknown Photographers 
Επιμέλεια Robert Flynn Johnson
Thames & Hudson, Λονδίνο 2004
 
Όλες σχεδόν οι φωτογραφίες που συναντάμε καθημερινά, σε περιοδικά, εφημερίδες, γιγαντοαφίσες, εξώφυλλα βιβλίων, διαφημιστικά φυλλάδια κ.λπ. είναι ουσιαστικά ανώνυμες. Ακόμα και όταν ξεφεύγουν από την επαγγελματική καθημερινότητα και εγείρουν ποιοτικές αξιώσεις, όπως ορισμένες καλές φωτοδημοσιογραφικές εικόνες, σπανιότατα θα ενδιαφερθεί ο μέσος παρατηρητής να μάθει το όνομα του φωτογράφου, που εξάλλου στην Ελλάδα συνήθως ούτε καν μνημονεύεται. Πέρα όμως από τον όγκο αυτό των χρηστικών φωτογραφικών εικόνων ελλοχεύει η αχανής, αδιαφοροποίητη μάζα των ερασιτεχνικών φωτογραφιών – των φωτογραφιών δηλαδή εκείνων που δημιουργήθηκαν από μη επαγγελματίες για προσωπική τους χρήση και τέρψη. Πρόκειται για φωτογραφίες οικογενειακές, αναμνηστικές, τουριστικές, χιουμοριστικές, πορνογραφικές, ενίοτε καλλιτεχνικές ή τουλάχιστον καλλιτεχνίζουσες, κάποτε ανεξήγητες, με κοινό γνώρισμα το εξαιρετικά περιορισμένο κοινό προς το οποίο αρχικά απευθύνονται. Με άλλα λόγια, πρόκειται για το είδος της φωτογραφίας παγκοσμίως γνωστό με τον όρο snapshot photography, λέξη που προέρχεται από τον χώρο της σκοποβολής, όπου ορίζει έναν ταχύτατο και άνευ προμελέτης πυροβολισμό.
       Πρωτοεμφανίζεται το 1889 με την εφεύρεση του πρώτου πλαστικού φιλμ νιτρικής κυτταρίνης. Για πολλές δεκαετίες, τα αποτελέσματα ουσιαστικά αγνοήθηκαν από τους ειδήμονες, αν και ορισμένοι φωτογράφοι διέκριναν έναν ερεθιστικό αυθορμητισμό στο είδος αυτό. «Λατρεύω με πάθος τα snapshots», θα ισχυρισθεί η Lisette Model, «γιατί προσεγγίζουν περισσότερο την αλήθεια από κάθε άλλη φωτογραφική εικόνα» - πάθος που μεταδίδει στους μαθητές της, μεταξύ των οποίων η Diane Arbus. Από τη δεκαετία 1950 και πέρα, αξιόλογοι (κυρίως Αμερικανοί) φωτογράφοι όπως η Arbus, ο Gary Winogrand και αργότερα η Nan Goldin θα αφομοιώσουν συνειδητά το πνεύμα της «αισθητικής του snapshot» στην καλλιτεχνική τους εργασία.
       Άλλοι πάλι καλλιτέχνες όπως ο Joachim Schmid, για τον οποίον το φωτογραφικό αυτό υλικό «δημιουργήθηκε από καθαρά προσωπικά κίνητρα, και άρα δεν ενδιαφέρει κανέναν» (προσθέτοντας αμέσως πως «εγώ είμαι αυτός ο κανένας, και με ενδιαφέρει απόλυτα») το χρησιμοποίησαν ως πρώτη ύλη για προσωπικές καλλιτεχνικές αλλά και ερευνητικές δραστηριότητες· τέτοια ήταν η ιστορική έκθεση του Schmid «Ιδιωτική φωτογραφία στη Γερμανία από το 1900» (1993), βασισμένη σε διαχρονικές τυπολογικές σταχυολογήσεις του είδους «Χριστουγεννιάτικα δένδρα των δεκαετιών 1950-1970».
       Στο πρόσφατο λεύκωμα Anonymous, ο ιστορικός τέχνης Robert Flynn Johnson παρουσιάζει 208 δείγματα ανωνύμων φωτογραφιών από το 1850 και εντεύθεν. Στο εισαγωγικό του κείμενο, που έχει χαρακτηριστικό τίτλο «Απροσχεδίαστη τέχνη», ο Johnson επιχειρηματολογεί υπέρ της καταξίωσης ορισμένων τουλάχιστον από τις φωτογραφίες αυτές ως αναντίρρητα έργα τέχνης, στιγματίζοντας την προσωπολατρική εμμονή της Δυτικής τέχνης: «αν μια φωτογραφία είναι αξιόλογη, είναι αξιόλογη ασχέτως του αν γνωρίζουμε ή όχι την ταυτότητα του δημιουργού της». Πάρα πέρα, παρατηρεί πως μερικές φορές κάποια ανώνυμη ή ταπεινή φωτογραφία συμβαίνει να καθρεφτίζει σε εκπληκτικό βαθμό το έργο καταξιωμένου, επώνυμου καλλιτέχνη, προτάσσοντας για παράδειγμα το πορτραίτο μιας κυρίας με τσιουάουα που θυμίζει αναμφισβήτητα Arbus (ΗΠΑ, 1960).
       Οι περιπτώσεις αυτές και η ανησυχητική αμφισημία που προκαλούν, μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να απειλούν το ικρίωμα της ιστορίας της φωτογραφίας, καθώς και την απαίτησή του μέσου να αντιμετωπίζεται ως τέχνη και όχι απλώς ως μηχανικό μέσο αναπαραγωγής. Πράγματι, που πάει η καλλιτεχνική μοναδικότητα όταν η φωτογραφία κάποιου άγνωστου ερασιτέχνη συγχέεται με το έργο μιας κορυφαίας φωτογράφου του 20ου αιώνα; Η φωτογραφία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ήταν ανέκαθεν μέσον ρευστό και ατίθασο, ανθιστάμενο στην κριτική πειθαρχία.
       Εδώ αξίζει να τονισθούν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι καμιά φωτογραφία δεν γεννιέται ανώνυμη, αν και συχνά ξεχνιέται η πατρότητά της - ούτε φυσικά ήσαν ατάλαντοι ερασιτέχνες όλοι ανεξαιρέτως οι λησμονημένοι φωτογράφοι. Είναι λοιπόν μάλλον βέβαιο πως η φωτογραφία του ακροβάτη που ισορροπεί στην οροφή μιας πολυκατοικίας πρέπει να χρεωθεί σε άγνωστο επαγγελματία, ενώ η απεικόνιση της πρόσοψης μιας καφετέριας του 1930 μαρτυράει ιδιαίτερη σπουδή και ικανότητα. Το δεύτερο είναι πως οι τυχαίες ομοιότητες ανωνύμων εικόνων με φωτογραφίες επωνύμων είναι συνήθως επιφανειακές και επιπόλαιες: η κυρία με το τσιουάουα πράγματι θυμίζει την Arbus, συγκρινόμενο όμως με αυθεντικά έργα της φωτογράφου, το πορτραίτο αυτό μοιάζει εν τέλει άνευρο και αποδυναμωμένο. Το ίδιο συμβαίνει, αν τις μελετήσουμε καλά, και με άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις: μπορεί να θυμίζουν κάποιο πρωτότυπο, τελικά όμως τις προδίδει αδυναμία στην έμπνευση ή και στην εκτέλεση.
       Η ίδια λίγο-πολύ αδυναμία χαρακτηρίζει τις περισσότερες φωτογραφίες που ανακάλυψε ο Johnson. Μερικές είναι ευρηματικές, λίγες είναι όμορφες, αρκετές προκαλούν στιγμιαία έκπληξη· καμία όμως δεν είναι «μεγάλη και μνημειώδης» όπως ισχυρίζεται ο πρόλογος. Εξάλλου το παραδέχεται έμμεσα και ο επιμελητής, αφού οι περισσότερες επιλογές του εστιάζουν στο παράξενο, στο αλλόκοτο, στο πλατειά κωμικό, αλλά συχνά και στο κραυγαλέο κιτς, όπως λ.χ. οι τρεις χάριτες που παίζουν φλογέρα χοροπηδώντας μπροστά στην αμερικάνικη σημαία, ή τα συχνά ξεκαρδιστικά δείγματα ερασιτεχνικής πορνογραφίας. Άλλες πάλι επιλογές δικαιολογούν την παρουσία τους κυρίως από την αποστασιοποίηση που προσδίδει ο χρόνος: οι δαγκεροτυπίες του λευκώματος δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από χιλιάδες άλλα δαγκεροτυπικά πορτραίτα, ανώνυμα ή επώνυμα. Ούτε είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι φωτογραφίες είναι προγενέστερες του 1960, και πως καμιά δεν είναι έγχρωμη.
       Εάν η πιθανότητες να ανασυρθούν χαμένα αριστουργήματα από την αδιαφοροποίητη μάζα της ανώνυμης φωτογραφίας είναι ισχνές, δεν παύει αυτή να κρύβει πολλές εκπλήξεις, που αποτελούν αντίβαρο στην συχνά υπερβολικά εξεζητημένη επαγγελματική φωτογραφία των ημερών μας. Εξάλλου, εάν τα «αγρίμια» αυτά της φωτογραφίας έρχονται κάπου-κάπου να ταράξουν τα νερά της επίσημης φωτογραφικής ιστορίας, μάλλον πρέπει να θεωρηθούν καλοδεχούμενα.




Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 138 (Ιούνιος 2005)

No comments:

Post a Comment