ΠΕΤΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ

 
Άλκης Ξανθάκης
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΗ
Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2001
 
Γεννημένος το 1832 στο χωριό Μέση της Τήνου, ο Πέτρος Μωραΐτης ήλθε στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική. Αν και μεταξύ των δασκάλων του στο Σχολείο των Τεχνών ήταν ο Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος έλληνας επαγγελματίας φωτογράφος, δεν γνωρίζουμε εαν διδάχθηκε από αυτόν φωτογραφία. Το 1859 εμφανίζεται ως συνεργάτης του φωτογράφου Αθανασίου Κάλφα· η σχετική αγγελία στην εφημερίδα Αυγή αναφέρει πως «Ο κύριος Αθανάσιος Κάλφας... ήρχισε τας φωτογραφικάς αυτού εργασίας [...] συνεργάζεται δε μετά του Κ. Πέτρου Μωραΐτου ζωγράφου», λεπτομέρεια που αφήνει μετέωρη την ακριβή ιδιότητα του δευτέρου στο στάδιο αυτό. Εν πάσει περιπτώσει, η συνεργασία δεν ευoδώθηκε, και ένα χρόνο αργότερα ο Μωραΐτης πληροφορούσε το Αθηναϊκό κοινό πως «εις την ίδιαν οικίαν [...] εις ην μετά του κ. Αθ. Κάλφα συνεργάζετο μέχρι τούδε ως συνεταίρος, φωτογραφίζει καθεκάστην από τις 9 ώραν π.μ. μέχρι τις 3 μ.μ. και με οποιονδήποτε καιρόν» - δεν έπαυσε όμως να αυτοχαρακτηρίζεται στην ίδια διαφήμιση «φωτογράφος και ζωγράφος».
Έκτοτε η καριέρα του Μωραΐτη εξελίσσεται σταθερά και ικανοποιητικά, όπως φαίνεται από την ανοδική πορεία, όχι τόσο της τέχνης του, όσο του απαραίτητου γύρω από την εικόνα διαφημιστικού διάκοσμου: το 1861, πίσω από κάθε φωτογραφία υπογράφει σεμνά με μελάνι «Μωραΐτης φωτογράφος». Από το 1862 κάνει χρήση μικρής οβάλ μελανοσφραγίδας με την ένδειξη «Π. ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ». Το 1865 εγκαινιάζει μικρές έγχρωμες ετικέτες που διακηρύσσουν με υπερηφάνεια “P. MORAITES, Photographe de S.M. le Roi, ATHENES”, ενώ την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίζεται στην πίσω όψη των φωτογραφιών carte-de-visite, αχώριστος έκτοτε συνοδός, ο βασιλικός θυρεός. Μέσα σε λίγα χρόνια, από φωτογράφος του βασιλέως ο Μωραΐτης ανακηρύσσεται «Φωτογράφος της Βασιλικής Οικογενείας», ενώ σιγά-σιγά στον βασιλικό θυρεό προστίθενται διάφορα μετάλλια και διακοσμητικά στοιχεία. Τα περίτεχνα διακοσμημένα χαρτόνια του τέλους της δεκαετίας του εβδομήντα, σε διάφορους χρωματισμούς, τυπώνονται πια για λογαριασμό του στη Βιέννη.
Η επιτυχία του Μωραΐτη υπήρξε οικονομική όσο και κοινωνική. Η διασύνδεσή του με τη βασιλική αυλή, που οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στον γάμο του με την κόρη της γερμανίδας βαρώνης Perl, τον έχρισε γρήγορα φωτογράφο της καλής κοινωνίας των Αθηνών, με αποτέλεσμα γύρω στο 1868 να είναι σε θέση να χτίσει πολυτελή κατοικία στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Ευριπίδου. Με σαφή επίγνωση της αξίας των δημοσίων σχέσεων, εκμεταλλεύθηκε έξυπνα τις σχέσεις του με την αυλή. Όπως πληροφορούμεθα, «όταν επρόκειτο να φωτογραφηθεί ο βασιλιάς, ο υπασπιστής του ενημέρωνε από πριν τον φωτογράφο, και εκείνος με τη σειρά του έδινε εντολή να στρώσουν τη σκάλα με το κόκκινο χαλί που είχε ειδικά γι’αυτήν την περίσταση. Όταν η βασιλική άμαξα έφτανε έξω από το φωτογραφείο, όλη η γειτονιά μαζευόταν για να δει τα υψηλά πρόσωπα». Ακόμα και το τέλος του Μπαλζακικού αυτού χαρακτήρα, που χάρη στην τέχνη του αναρριχήθηκε στα υψηλότερα σκαλοπάτια της μικρής τότε Αθηναϊκής κοινωνίας, συνέδεσε κατά σαρδόνιο τρόπο το όνομά του με τη βασιλική οικογένεια: τον θάνατο από δάγκωμα μαϊμούς ο Μωραΐτης μοιράζεται αποκλειστικά και μόνον, τουλάχιστον στην Ελλάδα, με τον ατυχή βασιλέα Αλέξανδρο.
Το λεύκωμα Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραϊτη που επιμελήθηκε ο ιστορικός της ελληνικής φωτογραφίας Άλκης Ξανθάκης αποτελεί και την πρώτη εκτενή μονογραφία αφιερωμένη εξ ολοκλήρου σε έλληνα φωτογράφο του 19ου αιώνα (εξαιρώ τον συνοπτικό Φίλιππο Μαργαρίτη του ίδιου συγγραφέα από τις εκδόσεις Φωτογράφος, 1990). Ο Ξανθάκης έχει κατ’ επανάληψη αποδείξει πως είναι επίμονος όσο και επίπονος ερευνητής, και η έρευνά του φέρνει στο φως πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Μωραΐτη. Ανακάλυψε και αναδημοσιεύει, λόγου χάριν, τον τετρασέλιδο κατάλογο των έργων που διέθετε ο φωτογράφος προς πώληση στους ξένους επισκέπτες και παραθέτει δείγματα όλων των σφραγίδων και διακοσμητικών στοιχείων που κατά καιρούς χρησιμοποίησε.
Η ιστορική σημασία του Μωραΐτη ως πρωτοπόρου έλληνα φωτογράφου και πρώτου πετυχημένου μεγαλοεπιχειρηματία της φωτογραφικής εικόνας είναι αδιαμφισβήτητη, και ο Ξανθάκης σωστά επιμένει σ’αυτήν. Εκεί που δυσκολεύεται κανείς να τον ακολουθήσει είναι στήν καλλιτεχνική αξία που προσδίδει στις φωτογραφίες του Μωραΐτη. Το ότι άφησε «ένα τεράστιο σε ποσότητα έργο», «στενά δεμένο με τη νεότερη ιστορία του τόπου μας» αποτελεί πραγματικότητα· το ότι το έργο όμως αυτό «διατηρεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, την αισθητική του αξία» είναι πιο συζητήσιμο. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις πάνω από 200 φωτογραφίες που εικονογραφούν τη μονογραφία (και οι οποίες πρέπει να υποθέσουμε ότι αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο μπόρεσε να εντοπίσει ο επιμελητής) είναι μάλλον πως πρόκειται για το έργο τεχνικά ικανού αλλά σε γενικές γραμμές ανέμπνευστου και χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες επαγγελματία. Ειδομένες η μία μετά την άλλη, οι πολλές ως επί το πλείστον άτονες παραστάσεις Αθηναίων μεγαλοαστών ή αρχαίων μνημείων προκαλούν αναπόφευκτα την πλήξη.
Παρ’όλο τον ενθουσιασμό της για τη νέα τέχνη, ιδιαιτέρως άχαρη φαντάζει στις φωτογραφίες αυτές η βασιλική οικογένεια - προπάντων οι Γεώργιος πατήρ και υιός, που συστηματικά απαθανατίζονται φορώντας την έκφραση μελαγχολικών και κάπως σαστισμένων λαγωνικών. Παράλληλα, οι φουστανελοφόροι, που συχνά δεν είναι παρά μεταμφιεσμένοι αστοί, μοιάζουν περισσότερο με κομπάρσους οπερέτας παρα με σκληροτράχηλους πολεμιστές. Παραδόξως, το ίδιο συμβαίνει και με τον λήσταρχο Κυριάκο, τα δύο άγαρμπα πορτραίτα του οποίου οδηγούν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί με ποιο τρόπο ο περιβόητος φυγόδικος (αφού μάλλον πρόκειται για τον θηριώδη Κυριάκο Γεωργίου από τη Χιμάρα, γνωστό ως «Κοψαχείλη») κατάφερε να φθάσει σώος μέχρι το φωτογραφείο της οδού Αιόλου. Πληρώθηκε άραγε ο Μωραΐτης για τη φωτογράφιση αυτή; Θα εισέπραξε τουλάχιστον την ηθική ικανοποίηση πως η φήμη του είχε φθάσει μέχρι τους ληστρικούς κύκλους της Θεσσαλομαγνησίας.
Σαφή εξαίρεση στην πλειοψηφία των στερεότυπων απεικονίσεων αποτελούν τα πορτραίτα κάποιων ιδιαιτέρως δυναμικών ατόμων, η προσωπικότητα των οποίων δεν ήταν δυνατόν να ισοπεδωθεί: ο Δημήτριος Βούλγαρης με ενδυμασία Υδραίου προύχοντα και όψη Ιβάν του Τρομερού, ο γερασμένος αλλά πάντα επιβλητικός Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης σαν απογοητευμένο αρπαχτικό και, προπάντων, η εκπληκτικά φωτογενής φυσιογνωμία του στρατηγού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, που έδωσε στον Μωραϊτη την ευκαιρία να τραβήξει τα δύο ίσως πιο πετυχημένα και ζωντανά πορτραίτα της καριέρας του. Ο στρατηγός Χατζηπέτρος πρέπει να έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία προς τη φωτογραφική απεικόνιση το ατόμου του, αφού στην Εθνική Πινακοθήκη βρίσκεται το επιχρωματισμένο ολόσωμο πορτραίτο που του τράβηξε ο Φίλιππος Μαργαρίτης, ένα από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα της ελληνικής φωτογραφίας του 19ου αιώνα.
Όπως όλοι οι συνάδελφοί του, ο Μωραΐτης φωτογράφιζε αποκλειστικά και μόνον με σκοπό την οικονομική εκμετάλευση, είτε επρόκειτο για πορτραίτα, είτε για τοπία -  η εμφάνιση του Έλληνα ερασιτέχνη απέχει ακόμα κάποιες δεκαετίες. Ο μικρός, στα γαλλικά γραμμένος κατάλογος που προφανώς απευθυνόταν στους ξένους επισκέπτες, προσέφερε 60 όψεις των αρχαιοτήτων των Αθηνών (εξ ών τρείς βυζαντινοί ναοί) και 15 από άλλες περιοχές (Κόρινθος, Νεμέα, Σούνιο, Μυκήνες και Σύρα) σε τρεις διαφορετικές διαστάσεις και σε στερεοσκοπικό φορμά, καθώς και επιχρωματισμένες cartes-de-visite με τοπικές ενδυμασίες. Και οι δύο αυτές κατηγορίες αντιπροσωπεύονται στο λεύκωμα, χωρίς όμως να παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα.
Το ότι η ουσιαστικά εμπορική αντιμετώπιση της φωτογραφίας δεν οδηγούσε αναγκαστικά σε ανούσια αποτελέσματα αποδεικνύεται από το σωζόμενο έργο δύο τουλάχιστον ελλήνων φωτογράφων της εποχής εκείνης, του Φίλιππου Μαργαρίτη και του Δημητρίου Κωνσταντίνου - αμφότεροι, κατά τη γνώμη μου, καλύτεροι φωτογράφοι και τολμηρότεροι καλλιτέχνες. Ο Πέτρος Μωραΐτης εντούτοις παραμένει σημαντική φυσιογνωμία της φωτογραφικής μας ιστορίας, και από καθαρά φωτογραφική τουλάχιστον άποψη, είναι μάλλον βέβαιο πως η μελέτη αυτή θα αποτελέσει το οριστικό πόνημα σχετικά με τη ζωή και το έργο του.

Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 106 (Αύγουστος 2002)