ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ: Α-ΠΟΡΙΕΣ


Γιάννης Κόντος
Α-ΠΟΡΙΕΣ
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007
 
Στα πέτρινα χρόνια της Ελληνικής φωτογραφίας, από το 1960 δηλαδή περίπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1970, η φωτοδημοσιογραφία πέρασε ιδιαιτέρως δύσκολες μέρες, αφού στη γενικότερη έλλειψη ανανέωσης ήλθε να προστεθεί και ο αναπόφευκτος συντηρητισμός των επαγγελματικών σωματείων του χώρου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ακολούθησε μια πληκτική σειρά από ανούσιες φωτογραφίες στα έντυπα της εποχής - παραλλαγές πάνω σε μια χούφτα φόρμουλες που κινούντο από πολιτικούς μπροστά σε μικρόφωνα μέχρι το περίφημο «δάκτυλο που δείχνει» (όπως το βάπτισε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος), φωτογραφίες δηλαδή που έδειχναν όχι γεγονότα, αλλά το σημείο όπου «κάτι» είχε εκτυλιχθεί στο παρελθόν.
Σιγά αλλά σταθερά, η κατάσταση άρχισε να φτιάχνει τη δεκαετία 1980, αφενός χάρη στον εκσυγχρονισμό των έντυπων μέσων μαζικής ενημέρωσης και αφετέρου στη γενικότερη άνοδο του φωτογραφικού επιπέδου στην Ελλάδα και την εδραίωση της πρώτης εγχώριας φωτογραφικής παιδείας, κρατικής και ιδιωτικής. Ακολούθησε μια ανέλπιστη άνθιση της φωτοδημοσιογραφίας τα αμέσως επόμενα χρόνια, με κορυφαίους αντιπροσώπους τον Νίκο Οικονομόπουλο, τον Γιάννη Μπεχράκη και τον Γιάννη Κόντο. Είναι ίσως χαρακτηριστικό πως και οι τρεις διέπρεψαν κυρίως μέσω ξένων ειδησεογραφικών γραφείων: ο Οικονομόπουλος με τη Magnum από το 1990 και ο Μπεχράκης με τη Reuters από το 1987, ενώ ο Κόντος, ελεύθερος επαγγελματίας από το 1992, συνεργάσθηκε με πολλά ξένα έντυπα καθώς και με τα πρακτορεία Sygma, Gamma και Polaris.
Ο τόμος Α-πορίες και η αντίστοιχη έκθεση  του Κόντου στο Μουσείο Φρυσίρα καλύπτουν την παραγωγή μιας εξαιρετικά γόνιμης δεκαετίας. Εκτός από τις δύο πολύ δυνατές μαυρόασπρες σειρές «Ακρωτηριασμένη Ζωή» (Σιέρα Λεόνε, 2005) και «Κούλινα» (Σερβία, 2001) που ανοίγουν και κλείνουν αντιστοίχως τον τόμο, παρατίθενται έγχρωμες φωτογραφίες από τις κυριότερες εργασίες του Κόντου: «σκληρές» ειδησεογραφικές αποστολές στο Κοσσυφοπέδιο, τη Γένοβα και το Ιράκ, και κοινωνικά ντοκουμέντα, λίγο-πολύ ριζωμένα στην επικαιρότητα, από το Αφγανιστάν, την Περσία, το Πακιστάν, την Ινδονησία και τις ΗΠΑ.
Τις φωτογραφίες συνοδεύουν κείμενα του Θανάση Μουτσόπουλου και της Πηνελόπης Πετσίνη. Ο πρώτος καταλήγει στο ομολογουμένως αναπάντεχο συμπέρασμα πως η έκδοση «δίνει την έμφαση στο χιούμορ που αναδύεται υπόγεια από τις εικόνες» και πως το ανθρώπινο δράμα που εικονογραφεί ο Κόντος «μπορεί να ιδωθεί ως ένα απέραντο Θέατρο του Παραλόγου». Αντιθέτως η Πετσίνη, σε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του ουμανιστικού κοινωνικού ντοκουμέντου, προβάλει την πρωτοκαθεδρία της ευθύνης: η ανάλυση, ισχυρίζεται, «αντιστοιχεί σε ένα κίνημα που συνδέεται με μια αίσθηση ευθύνης προς την ιστορία, τις απαρχές, άρα και τα όρια, της αντίληψής μας για τη δικαιοσύνη». Πιο πέρα εισαγάγει την έννοια της θυσίας· αναφερόμενη στα αισθήματα συμπόνιας ή ντροπής που μας προκαλούν απεικονίσεις φρικαλεοτήτων, τονίζει πως «όλα αυτά τα συναισθήματα είναι ανάρμοστα αφού η βοήθεια είναι αδύνατη, όπως θα ισχυριζόταν ο Ντεριντά: δεν μπορούμε να αντιδράσουμε ικανοποιητικά, καθώς η ευθύνη είναι δυνατή μονάχα θυσιάζοντας την ηθική».
Ο χώρος δυστυχώς δεν επαρκεί για διεξοδικό διάλογο γύρω από τις σκέψεις αυτές, που είναι ίσως υπερβολικά ιδεατές: στην πράξη, η απελπισία του Derrida μπροστά στο γεγονός ότι «δεν μπορώ να ανταποκριθώ στο κάλεσμα, στο αίτημα, στην υποχρέωση ή ακόμα και στην αγάπη κάποιου άλλου χωρίς να θυσιάσω το άλλο άλλο, τους άλλους άλλους...» ηχεί κάπως ρητορική και κούφια. Η ευθύνη και ο οίκτος είναι σαν τα κύματα, εξασθενούν με την απόσταση: παρά την όποια επίκληση της αδελφότητας του ανθρώπου, αλλιώς αντιδρά κανείς στον θάνατο κάποιου δικού του, αλλιώς στον χαμό δεκάδων συντοπιτών, και αλλιώς, αναπόφευκτα, στην εξαφάνιση χιλιάδων συνανθρώπων στην άλλη μεριά της υδρογείου.
Ποιό συναφής πιστεύω θα ήταν μια ανάλυση της έννοιας της μαρτυρίας, αφού τέτοιος είναι ο ρόλος που ιδανικά προσδίδουμε στη φωτοδημοσιογραφία, κάτι που επιβεβαιώνεται από την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται και οι ελαφρύτερες παραβάσεις της επαγγελματικής δεοντολογίας. Πράγματι, χωρίς να αγνοήσουμε τον κορεσμό που δημιουργεί ο καθημερινός καταιγισμός εικόνων, οι φωτογραφικές μαρτυρίες μπορούν ακόμα να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό τα γεγονότα ή τουλάχιστον την κοινή γνώμη – παράδειγμα, οι  ανησυχητικές εικόνες του Κόντου από νυχτερινές επιδρομές πεζοναυτών σε ιδιωτικές κατοικίες της Βαγδάτης.
Οι περισσότερες φωτογραφίες του τόμου επιβεβαιώνουν πως ο Κόντος είναι ένας από τους πιο προικισμένους νέους Έλληνες φωτογράφους, με ικανότητες που εκτείνονται πέρα από τον περιορισμένο χώρο της φωτοδημοσιογραφίας. Δυστυχώς, η κακοδαιμονία των φωτογραφικών μας εκδόσεων είχε ως αποτέλεσμα η προφανώς πολυέξοδη αυτή έκδοση να πάσχει από τρία καίρια ελαττώματα. Το πρώτο είναι η ηθελημένη απόφαση των επιμελητών να παρουσιάσουν τον κύριο όγκο εικόνων χωρίς θεματική συνοχή και χωρίς λεζάντες, αφήνοντάς τις σε ένα νοηματικό κενό. Τα άλλα δύο οφείλονται σε κακό σχεδιασμό, και πρωτίστως στην παράλογη απόφαση να υιοθετηθεί κάθετο φορμά τη στιγμή που όλες σχεδόν οι φωτογραφίες είναι οριζόντιες, με αποτέλεσμα να απλώνονται σε δισέλιδα που τέμνονται από το κεντρικό αυλάκι. Σαν να μην έφθανε αυτό, το βιβλίο εκτός από ραμμένο είναι και κολλημένο, και μάλιστα με υπερφυσικά ισχυρή κόλα, τόσο ώστε είναι σχεδόν αδύνατο κανείς να το ανοίξει χωρίς τη χρήση επανειλημμένης βίας. Οι συγκυρίες αυτές, καθώς και το ότι ο Κόντος συχνά τοποθετεί το κυρίως θέμα του στο κέντρο ακριβώς της φωτογραφίας, έχουν ως αποτέλεσμα το βιβλίο να συμπεριλαμβάνει κάμποσες εικόνες μονόφθαλμων Πολύφημων...

Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 160 (Απρίλιος 2007)

No comments:

Post a Comment