ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

 
Χάρης Γιακουμής & Σάκης Σερέφας
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Εκδόσεις Τουμπής, Αθήνα 2005
 
Σε αντίθεση με το ότι ισχύει στον χώρο της φωτογραφίας τεκμηρίωσης, η δημιουργική σμίξη φωτογραφίας και κειμένου είναι συνήθως επισφαλές εγχείρημα και τα αποτελέσματα συχνά απογοητευτικά – ίσως γιατί δύσκολα επιτυγχάνεται σωστή ισορροπία ανάμεσα σε δύο τόσο ισχυρά εκφραστικά μέσα, αλλά και επειδή η ενδελεχής νοσταλγία της φωτογραφικής εικόνας πολύ εύκολα παρασύρει τον επίδοξο δημιουργό προς τη κατεύθυνση του εύκολου συναισθηματισμού. Σε γενικές γραμμές, οι πιο πετυχημένες συνθέσεις αυτού του είδους τείνουν να βασίζονται είτε σε μυθοπλασίες, είτε στη διερεύνηση του παρελθόντος και τις διεργασίες της μνήμης.
Απόλυτος μάστορας της φωτογραφικής μυθοπλασίας στον διεθνή χώρο είναι αναμφισβήτητα ο Καταλανός Joan Fontcuberta, η εντυπωσιακότερη επινόηση του οποίου, με τίτλο Sputnik (1997), συνοδεύεται από βιβλίο 240 σελίδων φορτωμένο φωτογραφίες, κείμενα, έγγραφα και άλλα εξ ολοκλήρου κίβδηλα τεκμήρια. Η δεύτερη προσέγγιση χαρακτηρίζεται από το κλασσικό πια Wisconsin Death Trip (1973) του Michael Lesy, που συνδυάζει με μεγάλη επιτυχία φωτογραφίες της Αμερικανικής επαρχίας στα τέλη του 19ου αιώνα με αποσπάσματα τοπικών εφημερίδων της εποχής, σύντομες μαρτυρίες και σκόρπιες στατιστικές θνησιμότητας.
Αλλά και η Ελληνική φωτογραφία έχει αναδείξει ενδιαφέροντα δείγματα του δημιουργικού κράματος φωτογραφίας και κειμένου. Σημειώνω δειγματοληπτικά το βιβλίο του Άρι Γεωργίου Αριστοτέλους 6, παν δέκα χρόνια (Διαγώνιος, 1992) με λιτές φωτογραφίες του άδειου διαμερίσματος της γιαγιάς που συνοδεύουν οι αναμνήσεις του φωτογράφου, το χιουμοριστικό «φωτορομάντσο» Οι δύο αδελφές (Άγρα, 1994) που σκάρωσε η Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου με παλιά οικογενειακά πορτραίτα, και τους 13 παράξενους θανάτους (Fotorama, 2000), εικονογραφημένους από τον Γιώργο Δεπόλλα με αυτοπορτραίτα. Ιδιαίτέρως αξιόλογο είναι το βιβλίο του Μισέλ Φαϊς Η πόλη στα γόνατα (Πατάκης 2002), που πρωτοτυπεί συνδυάζοντας φωτογραφίες άστεγων στους δρόμους της Αθήνας με πλασματικά κείμενα που αντικατοπτρίζουν υποτίθεται τον λόγο και τις σκέψεις των.
Εκ πρώτης όψεως, Η Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα ακόμα λεύκωμα από τη συλλογή του Χάρη Γιακουμή, αυτή τη φορά με εικόνες της Θεσσαλονίκης των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οι φωτογραφίες είναι σχεδόν όλες αγνώστου ταυτότητας, κυρίως σκηνές δρόμου τις οποίες συνοδεύουν κάποια τοπία, όψεις του λιμανιού και, προς το τέλος, φωτογραφίες από την μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις καταστροφές που προξένησε. Στις ανώνυμες προστίθενται λίγες φωτογραφίες του γνωστού μας Ernest Hébrard καθώς και μερικές που αποδίδονται στον κατά τα άλλα άγνωστο στη φωτογραφική ιστορία Βέλγο μυθιστοριογράφο και δημοσιογράφο Albert t'Serstevens, στιγμιότυπα του δρόμου που ξαφνιάζουν με τη ζωντάνια και την παρατηρηκότητά τους.
Όπως και με τα προηγούμενα λευκώματα που επιμελήθηκε ο Γιακουμής, οι φωτογραφίες του βιβλίου είναι διανθισμένες με αποσπάσματα ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Αρκετά από τα κείμενα οφείλονται σε σχετικά άγνωστους αλλά σαφώς υπαρκτούς ξένους παρατηρητές, κυρίως της εποχής του πολέμου, όπως ο Άγγλος ταγματάρχης και ελάσσων ποιητής Owen Rutter. Άλλα παρουσιάζονται σαν μαρτυρίες και αναμνήσεις σε πρώτο πρόσωπο Θεσσαλονικέων της εποχής, όπως ετούτη της Μπεμπέκ Σολούν (7 χρονών, Τουρκάκι, 19.5.1911): «Παρατηρήστε με καλά. Πλάθω αναμνήσεις τώρα μέσα μου. Εντατικά, όσες προλάβω. Γιατί σ’ έναν χρόνο εμείς δεν θα μπορούμε να ξαναπεράσουμε από εδώ. Επειδή θα την έχουν πάρει πάλι πίσω την πόλη οι Έλληνες...». Οι μαρτυρίες αυτές, εμπνευσμένες από τις φωτογραφίες που συνοδεύουν, οφείλονται στον Θεσσαλονικιό ποιητή και συγγραφέα Σάκη Σερέφα, που συνεργάσθηκε με τον συλλέκτη στη δημιουργία του βιβλίου. Πρόκειται, όπως μας πληροφορεί η σελίδα τίτλου, για «ένα φωτογραφικό οδοιπορικό όπως το φαντάστηκε ο Χάρης Γιακουμής».
Δύσκολο εγχείρημα, γεμάτο αναρίθμητες παγίδες, που όμως εδώ δικαιώνεται απολύτως, αφού ο Σερέφας καταφέρνει να βρει τον σωστό τόνο, ισορροπώντας επικίνδυνα αλλά με επιτυχία μεταξύ συναισθήματος και συγκίνησης, προσθέτοντας ενίοτε και μια νότα ειρωνείας. Εναλλάσσει φωνές και προσωπεία, πηδώντας από τον νεωκόρο μετά την πυρκαγιά («Με δάγκωσε γερά ο άγιος, στα δάκτυλα μ’ άρπαξε η δαγκωνιά. Και να τώρα το κακό που μας βρήκε») και τον Βούλγαρο κατάσκοπο («Μέσα στην εικόνα αυτή είμαι. Αλλά μην ψάχνετε άδικα, δεν θα σας πω που στέκομαι. Τι να κάνω, μου έμεινε το χούι») μέχρι τον φούρναρη στο μαγαζί του, δίπλα στην Αψίδα του Γαλερίου («Βλέπετε τον αρσενικό πληθυσμό που σταλίζεται με τις ώρες μπροστά στον πάγκο; Πρόλαβαν και τα κουβέντιασαν όλα: είπαν για τον Τούρκο, είπαν για τον Βούλγαρο, είπαν για τον Γερμανό, είπαν και για τον βασιλιά, και τώρα σωπαίνουν. Και κοιτάνε κάτι μαύρο που πλησιάζει αργά προς το μέρος τους. Όχι, δεν εννοώ το τραμ.»).
Μία από τις σαγηνευτικότερες φωτογραφίες του t'Serstevens συλλαμβάνει έναν σοβαρό, κομψοντυμένο κύριο να κατεβαίνει την οδό Φράγκων: «Όταν ξύπνησα το πρωί δεν ήξερα ότι θα μου συμβεί αυτό. Ότι δηλαδή θα βγω από το σπίτι μου και θα μπω σε αυτό το βιβλίο. Είναι το μοναδικό βιβλίο μέσα στο οποίο βρέθηκα ποτέ μου. Μη νομίζετε, δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο αυτό. Έχετε υπολογίσει πόσο ζει ένα βιβλίο; Περίπου όσο ζει και ένας άνθρωπος. Όχι παραπάνω από εκατό χρόνια. Μετά από εκατό χρόνια, δεν θα υπάρχει ούτε ένα αντίτυπο από το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Ίσως μονάχα 5-6 σε δημόσιες βιβλιοθήκες.». Πιστεύω – θα ήθελα να πιστέψω – ότι το ευρηματικό αυτό λεύκωμα, το τόσο διακριτικά σαγηνευτικό που κινδυνεύει να περάσει σχεδόν απαρατήρητο, θα διαψεύσει εν τέλει την προφητεία που ο Σερέφας βάζει στο στόμα του μελαγχολικού Τούρκου υπαλλήλου.

Πρώτη δημοσίευση, Φωτογράφος 148 (Απρίλιος 2006)


No comments:

Post a Comment